- παρτίτα
- ημουσ. σουίτα για πιάνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. partita, θηλ. τής μτχ. τού ρ. partire «μοιράζω, φεύγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντιβερτιμέντο — (Μουσ.). Διάφορες μορφές μουσικής, ανάλογα με την εποχή, κατά κανόνα ζωηρές και εύθυμες. Σήμερα χαρακτηρίζει μια σύνθεση σε σοβαρό ύφος, αλλά ελεύθερη στη μορφή, όπως τα ν. του Μπάρτοκ, του Στραβίνσκι, του Προκόφιεφ. Στον 17o και 18o αι. ν.… … Dictionary of Greek
σαξόφωνο — Πνευστό μουσικό όργανο που το εφεύρε το 1840 ο Βέλγος κατασκευαστής μουσικών οργάνων Αντόλφ Σαξ (1814 1894). Συνίσταται από ένα χάλκινο σωλήνα με κωνικό σχήμα, που έχει κλειδιά όπως το όμποε και απλό επιστόμιο όμοιο με του κλαρίνου. Αφού το 1846… … Dictionary of Greek
μπουρλέσκ — Μουσική σύνθεση λαμπερού και εκκεντρικού χαρακτήρα, που εισήχθη τον 17o αι. στις σουίτες και παρτίτες, ή παρουσιάστηκε, επίσης μεμονωμένα αργότερα, σαν κομμάτι δεξιοτεχνίας. Εμφανίστηκε στη μουσική του Μπαχ (Παρτίτα σε λα έλασσον, αρ. 3) και του… … Dictionary of Greek
Πετράσι, Γκοφρέντο — (Petrassi, Ζαγκαρόλο, Ρώμη 1904). Ιταλός συνθέτης. Παιδί ακόμα, επτά ετών, ήταν ψάλτης στη Ρώμη, στη Σκόλα Καντόρουμ της εκκλησίας του Σαν Σαλβατόρε ιν Λάουρο. Αργότερα, παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία της Αγίας Κεκιλίας, παίρνοντας δίπλωμα… … Dictionary of Greek